-
1 неотложный
неотложный: \неотложныйая помощь η πρώτη βοήθεια· \неотложный вопрос το φλέγον ζήτημα· \неотложныйое дело η επείγουσα υπόθεση* * *неотло́жная по́мощь — η πρώτη βοήθεια
неотло́жный вопро́с — το φλέγον ζήτημα
неотло́жное де́ло — η επείγουσα υπόθεση
-
2 неотложный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноβλ. неотлагательный• неотложный ремонт άμεση. || επισκευή•-ая помощь άμεση βοήθεια•
-ое дело επείγουσα υπόθεση.
-
3 срочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно1. επείγων• άμεσος• ανυπέρθετός•-ое дело επείγουσα υπόθεση•
-ая телеграмма επείγον τηλεγράφημα•
очень срочный κατεπείγον•
в -ом порядке επειγόντως.
|| βιαστικός, γρήγορος, εσπευσμένος•-ое исполнение γρήγορη εκτέλεση.
2. προθεσμιακός•-ая ссуда προθεσμιακό δάνειο.
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… … Dictionary of Greek